- μεταγράφω
- και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω)1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ' οὐ καλῶς ἔγνων τότ', αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.)2. αντιγράφω3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα... μεταγράψαι ἐς τὸ Ἑλληνικόν», Λουκιαν.)νεοελλ.1. (νομ.) ενεργώ μεταγραφή, καταχωρίζω τη μεταβίβαση τής κυριότητας ενός ακινήτου στο ειδικό βιβλίο, το βιβλίο μεταγραφών, τού υποθηκοφυλακείου2. διασκευάζω μουσικό έργο3. μετεγγράφωαρχ.1. καταγράφω, καταχωρίζω σε δημόσιο έγγραφο2. τροποποιώ, μεταβάλλω νόμο ή έγγραφο3. αλλοιώνω, πλαστογραφώ πρακτικά δίκης4. (στη λογιστική) μεταφέρω σε άλλο λογαριασμό.
Dictionary of Greek. 2013.